- λύσεως
- λύσεω̆ς , λύσιςloosingfem gen sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λύσεως — Λύσεω̆ς , Λύσις loosing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ELYSIUM — locus ubi piorum animae habitant, ὐπὸ τῆς λύσεως, a solutione. Nam animae post solutionem vinculi corporei deveniunt ad Elysios campos. Quos fabulam esse Phoeniciam patet ex ipso nomine, quod ex Phoenicum lingua desumptum. Hebraice enim alaz,… … Hofmann J. Lexicon universale
αμήχανος — η, ο (Α ἀμήχανος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αμηχανία, που δεν ξέρει τί να κάνει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μέσα ή πόρους, ανίσχυρος, αδύνατος 2. ανίκανος, ανεπιτήδειος 3. αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά ανώφελος, άχρηστος 4.… … Dictionary of Greek
Καρούζης, Γεώργιος — (Πάνω Αρόδες, Κύπρος 1934 –). Κύπριος εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο Λονδίνο, στην Τουλούζ και στην Ολλανδία. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου και της Αγγλίας… … Dictionary of Greek